Greek Meaning of impregnably

απόρθητη

Other Greek words related to απόρθητη

Definitions and Meaning of impregnably in English

Wordnet

impregnably (r)

in an impregnable manner

FAQs About the word impregnably

απόρθητη

in an impregnable manner

Θωρακισμένος,αλεξίσφαιρος,αδάμαστος,ανυπέρβλητος,ανυπέρβλητος,Ανίκητος,άτρωτος,ανίκητος,ακαταμάχητος,αήττητος

υπεύθυνος,ανοιχτό,ευαίσθητος,Ασυνόδευτος,ευάλωτος,ανυπεράσπιστος,εκτεθειμένο,ανήμπορος,απειλούμενος,απειλούμενος

impregnable => απόρθητος, impregnability => απροσπέλαστοτητα, impregn => Εγκυμοσύνη, imprecision => Αανακρίβεια, impreciseness => Αστάθεια,