Greek Meaning of immingle
immingle
Other Greek words related to immingle
- συγχωνεύομαι
- μίγμα
- συνδυάζω
- ενσωματώνω
- ενσωματώνω
- συγχώνευση
- μίγμα
- Προσθήκη
- ανακατεύω
- σύνθετος
- σκυρόδεμα
- συγχωνεύω
- κόβω
- ασφάλεια
- Ομογενοποιώ
- αναμειγνύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- συνενώνομαι
- ανακατεύω
- σύνθετο
- γαλακτωματοποιώ
- διπλώνω
- διαπερνώ
- σύνδεσμος
- ανακατεύω
- ρίξιμο
- ενωθείτε
- υφαίνει
- beat (μέσα)
Nearest Words of immingle
- imminentness => επικείμενος
- imminently => άμεσα
- imminent abortion => επικείμενη έκτρωση
- imminent => επικείμενος
- imminency => επικείμενος
- imminence => επικείμενο
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- immigration => μετανάστευση
- immigrating => μετανάστης
- immigrated => μετανάστευσε
Definitions and Meaning of immingle in English
immingle (v)
combine into one
immingle (v. t.)
To mingle; to mix; to unite; to blend.
FAQs About the word immingle
Definition not available
combine into oneTo mingle; to mix; to unite; to blend.
συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ενσωματώνω,ενσωματώνω,συγχώνευση,μίγμα,Προσθήκη,ανακατεύω,σύνθετος
βλάβη,χωρισμός,διαίρεση,μέρος,ξεχωριστό,σχίζω,διασπείρω,διαλύω,Διαζύγιο,ρήξη
imminentness => επικείμενος, imminently => άμεσα, imminent abortion => επικείμενη έκτρωση, imminent => επικείμενος, imminency => επικείμενος,