Greek Meaning of ignorantly
ignorantly
Other Greek words related to ignorantly
- σκοτεινός
- σκοτεινός, -ή, -ό
- αναλφάβητος
- άπειρος
- αθώος
- αφελης
- αγράμματος
- Αγενής
- απλός
- Αμόρφωτος
- αναμάθητος
- αμόρφωτος
- Αγράμματος
- Αμόρφωτος
- αμαθής
- αδαής
- αγράμματος
- Ημιμαθής
- Ακαλλιέργητος
- μη αναγνωσμένο
- Αγέλαστος
- αφελή
- ατέχναστος
- ανόητος
- άπειρος
- Λειτουργικά αναλφάβητος
- Πράσινο
- αγράμματος
- χυδαίος
- φιλισταίος
- ανόητος
- ακαλλιέργητος
- ανειδίκευτος
- ανεκπαίδευτος
- εξαιρετικό
- μορφωμένος
- έμπειρος
- ειδικός
- έξυπνος
- με γνώσεις
- εγγράμματος
- έξυπνος
- Καλά ενημερωμένος
- ενήμερος
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- Ευρυμαθής
- γνώριμος
- διανοούμενος
- μαθημένος
- μορφωμένος
- επιστημονικός
- εκπαιδευμένος
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- Διαβασμένος
- γνωστός
- διανοουμενίστικος
- πολυμάθης
- Πολυμαθής
- πολυμαθής
Nearest Words of ignorantly
- ignorantness => αμάθεια
- ignoratio elenchi => ignoratio elenchi
- ignoring => αγνοώντας
- ignoscible => ασυγχώρητος
- ignote => Άγνωστος
- igor fyodorovich stravinsky => Ίγκορ Φιοντόροβιτς Στραβίνσκι
- igor ivanovich sikorsky => Ίγκορ Ιβάνοβιτς Σικόρσκι
- igor sikorsky => Ίγκορ Σικόρσκι
- igor stravinsky => Ίγκορ Στραβίνσκι
- igor tamm => Ίγκορ Ταμ
Definitions and Meaning of ignorantly in English
ignorantly (r)
in ignorance; in an ignorant manner
ignorantly (adv.)
In a ignorant manner; without knowledge; inadvertently.
FAQs About the word ignorantly
Definition not available
in ignorance; in an ignorant mannerIn a ignorant manner; without knowledge; inadvertently.
σκοτεινός,σκοτεινός, -ή, -ό,αναλφάβητος,άπειρος,αθώος,αφελης,αγράμματος,Αγενής,απλός,Αμόρφωτος
εξαιρετικό,μορφωμένος,έμπειρος,ειδικός,έξυπνος,με γνώσεις,εγγράμματος,έξυπνος,Καλά ενημερωμένος,ενήμερος
ignorantism => Άγνοια, ignorance => Άγνοια, ignomy => ατιμία, ignominy => Ατιμία, ignominiousness => ατιμία,