Greek Meaning of idiotic
idiotic
Other Greek words related to idiotic
- παράλογος
- παράλογος
- παράλογος
- παράλογο
- Εγκεφαλικός θάνατος
- ηλίθιος
- Άσχετος
- πυκνό
- αχνός
- νυσταγμένος
- βαρετό
- Κάφρος
- πλανερός
- φαρσικός
- παράλογος
- τρελός
- άκυρος
- αστείος
- ανόητος
- μη ορθολογικός
- αδέξιος
- αμβλύ
- αδιαφανής
- απλός
- αργός
- μαλακός στο μυαλό
- απρόσεκτος
- αβάσιμος
- προβληματικός
- κενός
- Αδύναμος
- κουτός
- γαϊδουρινό
- ανόητος
- γελοίος
- γελοίος
- Τρελός
- τρελός
- κούκος
- κουκκιδωτός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- ανοησία
- σπασμωδικός
- παράξενος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- εννοιολογικός
- τρελός
- γελοίο
- δακρύβρεχτος
- κλώνος
- ανόητος
- βραδύς στο μυαλό
- μαλακός
- κουφός
- παχύς
- απρόσεκτος
- ανόητος
- τρελός
- ασθενής
- περίεργος
- τρελός
- άμυαλος
- Τρελός
- αδέξιος
- απλοϊκός
Nearest Words of idiotic
- idioticon => ιδιωματικό λεξικό
- iditarod => Ιντιταρόντ
- iditarod trail => Μονοπάτι Iditarod
- iditarod trail dog sled race => Αγώνας σκυλιών έλκηθρου ελαφιών Iditarod Trail
- idle => αδρανής
- idle pulley => ρελαντί τροχαλία
- idle talk => Άσκοπος κουβέντα
- idle wheel => Τροχός ρελαντί
- idle words => κενές λέξεις
- idled => αδρανής
Definitions and Meaning of idiotic in English
idiotic (s)
insanely irresponsible
so unreasonable as to invite derision
having a mental age of three to seven years
idiotic (a.)
Alt. of Idiotical
FAQs About the word idiotic
Definition not available
insanely irresponsible, so unreasonable as to invite derision, having a mental age of three to seven yearsAlt. of Idiotical
παράλογος,παράλογος,παράλογος,παράλογο,Εγκεφαλικός θάνατος,ηλίθιος,Άσχετος,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος
φωτεινό,Έξυπνος,έξυπνος,λογικός,λογικός,λογικός,έξυπνος,έγκυρος,έξυπνος,ε разумный
idiothermic => Ιδιοθερμικός, idiosyncratical => Ιδιοσυγκρασιακός, idiosyncratic => Ιδιοσυγκρασιακός, idiosyncrasy => Ιδιοσυγκρασία, idiosyncrasies => ιδιοσυγκρασίες,