Greek Meaning of haut

χάουτ

Other Greek words related to χάουτ

Definitions and Meaning of haut in English

Webster

haut (a.)

Haughty.

FAQs About the word haut

χάουτ

Haughty.

σικ,κακά,ντελούξ,αποκλειστικός,μοντέρνος,χνουδωτός,Πολυτελής,πολυτελής,μοντέρνος,ανώμαλος

παλιομοδίτικος,άχαρος,άκομψος,άνοστος,ξεπερασμένος,χυδαίος,Αγενής,ά­μορφος,χυδαίος,αγενής

haustorium => Αυστήριο, haustoria => αγκίστρια, haustellum => Αυστηλλίς, haustellate => με αγκίδια, haustellata => haustellata,