Greek Meaning of explosive
explosive
Other Greek words related to explosive
- βαθύς
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- βαρύς
- έντονο
- εντατικός
- φοβερός
- οξύς
- Πρησμένος
- φοβερός
- οδυνηρός
- εξαίσιος
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- βαθύς
- βίαιη
- κακός
- τονισμένη
- επιβαρυντική
- παντοδύναμος
- συμπυκνωμένος
- deepened
- τονισμένος
- βελτιωμένο
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενισχυμένο
- απότομος
- Μεγεθυσμένη
- αυστηρός
- σοβαρός
- αγχωμένος
- εμπεριστατωμένος
- επονείδιστος
Nearest Words of explosive
- explosive charge => εκρηκτική γόμωση
- explosive compound => Εκρηκτική ύλη
- explosive detection system => Σύστημα ανίχνευσης εκρηκτικών
- explosive device => εκρηκτικός μηχανισμός
- explosive mixture => εκρηκτικό μίγμα
- explosive trace detection => Ανίχνευση ίχνους εκρηκτικών
- explosive unit => Εκρηκτική μονάδα
- explosively => εκρηκτικά
- expo => έκθεση
- expoliation => εκμετάλλευση
Definitions and Meaning of explosive in English
explosive (n)
a chemical substance that undergoes a rapid chemical change (with the production of gas) on being heated or struck
explosive (a)
serving to explode or characterized by explosion or sudden outburst
explosive (s)
liable to lead to sudden change or violence
sudden and loud
explosive (a.)
Driving or bursting out with violence and noise; causing explosion; as, the explosive force of gunpowder.
explosive (n.)
An explosive agent; a compound or mixture susceptible of a rapid chemical reaction, as gunpowder, or nitro-glycerine.
A sound produced by an explosive impulse of the breath; (Phonetics) one of consonants p, b, t, d, k, g, which are sounded with a sort of explosive power of voice. [See Guide to Pronunciation,
FAQs About the word explosive
Definition not available
a chemical substance that undergoes a rapid chemical change (with the production of gas) on being heated or struck, serving to explode or characterized by explo
βαθύς,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,βαρύς,έντονο,εντατικός,φοβερός,οξύς,Πρησμένος
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,Αδύναμος,μειωμένος,κατάλληλος,ρηχό,επιφανειακός,ελαττωμένος
explosion => έκρηξη, exploring => εξερεύνηση, explorer's gentian => Γεντιανή του εξερευνητή, explorer => εξερευνητής, explorement => Εξερεύνηση,