Greek Meaning of exemplarity

Υποδειγματικότητα

Other Greek words related to Υποδειγματικότητα

Definitions and Meaning of exemplarity in English

Webster

exemplarity (n.)

Exemplariness.

FAQs About the word exemplarity

Υποδειγματικότητα

Exemplariness.

αρχετυπικός,κλασικός,οριστικός,άριστος,Εξαιρετικός.,μοντέλο,παραδειγματικός,τέλειο,ουσιώδης,θαυμάσιος

Φρικτός,κακός,ανεπαρκής,φτωχός,Κατώτερος του επιπέδου,τυπικός,ανικανοποίητος,μέσος,ανεπαρκής,απογοητευτικός

exemplariness => Παραδειγματικότητα, exemplarily => υποδειγματικά, exemplar => παράδειγμα, exegetist => εξηγητής, exegetics => ερμηνευτική,