Greek Meaning of escorting
escorting
Other Greek words related to escorting
- συνοδευτικός
- παρών
- φέρνοντας
- συνοδεία
- Συνοδός
- νηοπομπή
- φρούρηση
- Καθοδήγηση
- προστατευτικός
- βλέποντας
- Ξυλοφόρος
- Περπάτημα
- Σύνδεση
- Συνοδευτικός
- αγωγός
- συναναστροφή
- υπερασπίζοντας
- επόμενος
- κρεμώντας (γύρω γύρω)
- αιωρούμενος (πάνω από)
- κορυφαία
- πλοήγηση
- σκιαγράφηση
- διεύθυνση
- Επισήμανση
- ουρά
- ομαδική εργασία
- Υποδοχή
Nearest Words of escorting
Definitions and Meaning of escorting in English
escorting (p. pr. & vb. n.)
of Escort
FAQs About the word escorting
Definition not available
of Escort
συνοδευτικός,παρών,φέρνοντας,συνοδεία,Συνοδός,νηοπομπή,φρούρηση,Καθοδήγηση,προστατευτικός,βλέποντας
Εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,ντάμπινγκ,Τάφρος,εγκατάλειψη
escorted => Συνοδευόμενος, escorial => Μονή Εσκοριάλ, escopette => εσκοπέτ, escopet => Καραμπίνα, escolar => Escolar,