Greek Meaning of dottily

ασυνάρτητα

Other Greek words related to ασυνάρτητα

Definitions and Meaning of dottily in English

Wordnet

dottily (r)

in a mildly insane manner

FAQs About the word dottily

ασυνάρτητα

in a mildly insane manner

παράλογο,τρελός,τρελός,τρελός,τρελός,τρελός,γαϊδουρινό,χλιαρός,ανόητος,στραβός

φωτεινό,Έξυπνος,έξυπνος,συνετός,συνετός,λογικός,διορατικός,σοφός,λογικός,ε разумный

dotterel => Μαυροπούλι, dotted line => Eντεταμένη γραμμή, dotted gayfeather => Γκαϊφέδερ τελείας, dotted => με κουκκίδες , dottard => φλύαρος,