FAQs About the word doter

κακομαθαίνω

One who dotes; a man whose understanding is enfeebled by age; a dotard., One excessively fond, or weak in love.

λατρεύω,σαν,Λατρεία,λατρεύω,εκτιμώ,αγιοποιώ,εκτιμώ,θεοποιώ,Ηρωολατρεία,λατρεύω

καταφρονώ,Περιφρόνηση,Αντιπάθεια,υποτιμώ,μειώνω,βάλω κάτω,απαξιώνω,καταφρονεί

dotehead => Dotehead, doted => κακομαθημένος, dote => λατρεύω, dot-com => ντοτ-κομ, dotation => επιχορήγηση,