Greek Meaning of doted
κακομαθημένος
Other Greek words related to κακομαθημένος
Nearest Words of doted
Definitions and Meaning of doted in English
doted (imp. & p. p.)
of Dote
doted (a.)
Stupid; foolish.
Half-rotten; as, doted wood.
FAQs About the word doted
κακομαθημένος
of Dote, Stupid; foolish., Half-rotten; as, doted wood.
λατρεύω,σαν,Λατρεία,λατρεύω,εκτιμώ,αγιοποιώ,εκτιμώ,θεοποιώ,Ηρωολατρεία,λατρεύω
καταφρονώ,Περιφρόνηση,Αντιπάθεια,υποτιμώ,μειώνω,βάλω κάτω,απαξιώνω,καταφρονεί
dote => λατρεύω, dot-com => ντοτ-κομ, dotation => επιχορήγηση, dotary => κουκκιδωτός, dotardly => γέρος,