Greek Meaning of douanier
τελωνειακός υπάλληλος
Other Greek words related to τελωνειακός υπάλληλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of douanier
- douar => χωριό
- douay bible => Δουαί-Ρεμς Βίβλος
- douay version => Έκδοση του Ντουέι
- douay-rheims bible => Η Βίβλος των Δουαί-Ρεμς
- douay-rheims version => Αγγλική Μετάφραση της Αγίας Γραφής του Ντουέ-Ρεμς
- doub grass => Ντουμπ χόρτο
- double => διπλό
- double agent => Διπλός πράκτορας
- double back => Διπλή πλάτη
- double bar => διπλή μπάρα
Definitions and Meaning of douanier in English
douanier (n.)
An officer of the French customs.
FAQs About the word douanier
τελωνειακός υπάλληλος
An officer of the French customs.
No synonyms found.
No antonyms found.
douane => τελωνείο, douala => Ντουάλα, ted => Τεντ, doty => dotty, dotty => κουκκιδωτός,