Greek Meaning of coverall
ολόσωμη φόρμα
Other Greek words related to ολόσωμη φόρμα
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γεμάτος
- πανοραμικός
- εμπεριστατωμένος
- ολοκληρωτικός
- ολοσυμπεριλαμβανόμενο
- Ευρύς
- φαρδύς δρόμος
- περιεκτικός
- Περιεκτικός
- εγκυκλοπαιδικός
- εξαντλητικός
- γενικός
- παγκόσμιος
- Περιεκτικός
- μεγάλος
- λεωφορείο
- καθολικός
- απέραντος
- πλατύς
- εγκυκλοπαιδικός
- διεξοδικός
- all in
- κουβέρτα
- καθολικός
- Κοσμικό
- Εγκύκλιος
- μακριά
- Μεγάλος
- αδιάκριτος
- συνολικά
- πανοπτικός
- σάρωση
- απεριόριστος
- ευρύ
- Ευρύ
- κοσμικός
- μακρόπνοος
- Συμπεριληπτική
Nearest Words of coverall
- covered => καλυμμένος
- covered bridge => Στεγασμένη γέφυρα
- covered couch => Καλυμμένος καναπές
- covered option => Καλυμμένη επιλογή
- covered smut => Σκεπασμένοι καρβίδες
- covered stadium => Κλειστό γήπεδο
- covered stand => Σκεπαστό περίπτερο
- covered wagon => καλυμμένο κάρο
- covering => κάλυψη
- covering fire => Καταιγισμός πυρός
Definitions and Meaning of coverall in English
coverall (n)
a loose-fitting protective garment that is worn over other clothing
FAQs About the word coverall
ολόσωμη φόρμα
a loose-fitting protective garment that is worn over other clothing
ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοκληρωτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,Ευρύς,φαρδύς δρόμος
ακριβές,άτομο,περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ατελής
coverage => κάλυψη, cover version => Διασκευή, cover up => κάλυμμα, cover song => Διασκευή, cover slip => καλυπτήριος σκεπάρι,