Greek Meaning of coverall

ολόσωμη φόρμα

Other Greek words related to ολόσωμη φόρμα

Definitions and Meaning of coverall in English

Wordnet

coverall (n)

a loose-fitting protective garment that is worn over other clothing

FAQs About the word coverall

ολόσωμη φόρμα

a loose-fitting protective garment that is worn over other clothing

ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοκληρωτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,Ευρύς,φαρδύς δρόμος

ακριβές,άτομο,περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ατελής

coverage => κάλυψη, cover version => Διασκευή, cover up => κάλυμμα, cover song => Διασκευή, cover slip => καλυπτήριος σκεπάρι,