Greek Meaning of corrading
διαβρώνω
Other Greek words related to διαβρώνω
- ερεθοποιός
- Ξεφτίζω
- Φορεμένος
- τρίψιμο
- δάγκωμα
- Τρίψιμο
- τρώω
- σβήσιμο
- Υποβολή
- τριβή
- Ενοχλητικός
- μειώνοντας
- τρίψιμο
- ξύσιμο
- ακονίζω
- ξύρισμα
- φθαρμένος
- σκουπίζοντας (μακριά)
- αναλύοντας
- χωρίζοντας
- Μάσηση
- διάβρωση
- αποσυνθέτειν
- αποσυντιθέμενος
- διαλυτικός
- εξαντλητικό
- τρωκτική
- σίτα
- βόσκηση
- άλεση
- τρίψιμο
- Τσιμπολόγημα
- ράσπα
- σβήσιμο
- Αμμοβολή
- Τρίψιμο
- καθαρισμός
- γρατζουνιές
Nearest Words of corrading
Definitions and Meaning of corrading in English
corrading
to wear away by abrasion, to crumble away through abrasion
FAQs About the word corrading
διαβρώνω
to wear away by abrasion, to crumble away through abrasion
ερεθοποιός,Ξεφτίζω,Φορεμένος,τρίψιμο,δάγκωμα,Τρίψιμο,τρώω,σβήσιμο,Υποβολή,τριβή
No antonyms found.
corraded => διάβρωσης, corpulences => παχυσαρκίες, corpses => πτώματα, corps d'elite => Σώμα ελίτ, corporations => εταιρείες,