Greek Meaning of canful
κονσέρβα
Other Greek words related to κονσέρβα
- σταματάω
- τέλος
- σταματώ
- παραιτούμαι
- σταματάω
- Σπάω
- σπάω
- χωρισμός
- έλεγχος
- ολοκληρωμένο
- Συμπεραίνουμε
- αποκόβω
- κόβω
- καθυστέρηση
- διακόπτω
- σταγόνα
- τέλος
- απόλυση
- σταματώ
- απενεργοποιώ
- Αναστέλλω
- (αποφύγω (από)
- παραιτούμαι
- τελείωσε
- καταργώ
- διακόπτω
- ακυρώνω
- σύλληψη
- μπλοκ
- αποκλεισμός
- Φρένο
- κλήση
- καταστέλλω
- φράγμα
- απενεργοποιήσετε
- καθυστερώ
- διαλύω
- εμποδίζω
- κρατώ
- απέχω
- εμποδίζω
- απομίμηση
- εμποδίζω
- παύση
- ερείπια
- ντουλάπι
- Κολοκύθα
- πνίγω
- Γραμματόσημο
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- μένω
- στέλεχος
- ακροβατικό
- καταπιέζω
- γυρίζω πίσω
- κλείσιμο
- Κουβάλημα
- βάζω τέλος σε
- συγκρατώ
Nearest Words of canful
Definitions and Meaning of canful in English
canful (n)
the quantity contained in a can
FAQs About the word canful
κονσέρβα
the quantity contained in a can
σταματάω,τέλος,σταματώ,παραιτούμαι,σταματάω,Σπάω,σπάω,χωρισμός,έλεγχος,ολοκληρωμένο
συνεχίζω,προχωρώ,πρόοδος,Συνέχισε,Συνεχίζω,Πρόοδος,τρέχω,ενεργοποιώ,οδήγηση,παρορμώ
canfield => Κάνφιλντ, canetti => Kανέττι, canescent => λευκόφαιος, canes => Ραβδί, canellaceae => Κανέλλες,