Greek Meaning of canful

κονσέρβα

Other Greek words related to κονσέρβα

Definitions and Meaning of canful in English

Wordnet

canful (n)

the quantity contained in a can

FAQs About the word canful

κονσέρβα

the quantity contained in a can

σταματάω,τέλος,σταματώ,παραιτούμαι,σταματάω,Σπάω,σπάω,χωρισμός,έλεγχος,ολοκληρωμένο

συνεχίζω,προχωρώ,πρόοδος,Συνέχισε,Συνεχίζω,Πρόοδος,τρέχω,ενεργοποιώ,οδήγηση,παρορμώ

canfield => Κάνφιλντ, canetti => Kανέττι, canescent => λευκόφαιος, canes => Ραβδί, canellaceae => Κανέλλες,