Greek Meaning of canicular
κανικουλάριος
Other Greek words related to κανικουλάριος
- Πυρετώδης
- κοκκινισμένος
- φλεγμονώδης
- Συννεφιασμένος
- Αχνιστός
- περίληψη
- τροπικός
- ζεστός
- βράζω
- θερμαινόμενο
- Πυριγενές
- λιωμένο
- υπερθερμασμένος
- Κόκκινο
- βράζων
- σιγοψημένος
- άνετος
- θερμαινόμενος
- φλεγμονώδης
- καυτό
- ξαναζεσταμένο
- Θερινός
- Τηγανητό
- Χλιαρός
- φλογερός
- φλεγόμενος
- ψήσιμο στη σχάρα
- καίγοντας
- φλογερό
- φλογερός
- φλογερός
- φωτεινό
- ζεστό
- φλογερός
- το ψήσιμο
- καυτός
- καυτός
- καυστικός
- oiμώδης
- αποπνικτικός
- Καυτός, καυλωμένος
- Λευκοπύρωτο
- Υπερθερμασμένος
- υπέρχλιαρό
- αρκτικός
- πικρός
- κρύος
- κρύος
- κουλ
- κατάψυξη
- κρύο
- κατεψυγμένο
- παγετώδης
- παγωμένος
- παγωμένος
- παγωμένος
- Ψυχρός
- χιλι
- παγωμένο
- παγωμένος
- Δροσερός
- ψυχόμενο
- Ζωηρό
- χιονισμένος
- Μη θερμανμένο
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- χιονοθύελλας
- παγωμένος
- Δροσερός
- ψύχθηκε
- Δροσερός
- κάτω από το μηδέν
- μουδιασμένος
- μουδιασμένο
- τρεμάμενος
- παγωμένος
Nearest Words of canicular
Definitions and Meaning of canicular in English
canicular (a)
of or relating to the dog days of summer
relating to or especially immediately preceding or following the heliacal rising of Canicula (the Dog Star)
canicular (a.)
Pertaining to, or measured, by the rising of the Dog Star.
FAQs About the word canicular
κανικουλάριος
of or relating to the dog days of summer, relating to or especially immediately preceding or following the heliacal rising of Canicula (the Dog Star)Pertaining
Πυρετώδης,κοκκινισμένος,φλεγμονώδης,Συννεφιασμένος,Αχνιστός,περίληψη,τροπικός,ζεστός,βράζω,θερμαινόμενο
αρκτικός,πικρός,κρύος,κρύος,κουλ,κατάψυξη,κρύο,κατεψυγμένο,παγετώδης,παγωμένος
canicula => Καύσωνας, canicola fever => Καλοκαιριάτικος πυρετός, cangue => Μανίκι, canful => κονσέρβα, canfield => Κάνφιλντ,