Greek Meaning of bonnily

όμορφα

Other Greek words related to όμορφα

Definitions and Meaning of bonnily in English

Wordnet

bonnily (r)

in a bonny manner

Webster

bonnily (adv.)

Gayly; handsomely.

FAQs About the word bonnily

όμορφα

in a bonny mannerGayly; handsomely.

όμορφος,άριστος,καταπληκτικός,φανταστικός,μεγάλος, καταπληκτικός,ουράνιος,όμορφος,ποιότητα,θαυμάσιος,υπέροχος

φρικτός,χάλια,φτωχός,σάπιο,φοβερός,φαύλος,Φρικτός,κακός,αποτρόπαιος,κατώτερος

bonnilass => Μπόννιλας, bonnie => όμορφη, bonnibel => Μπόνιμπελ, bonney => Μπόνεϊ, bonnetless => χωρίς κουκούλα,