Greek Meaning of bent on
αποφασισμένη
Other Greek words related to αποφασισμένη
- αποφασιστικός
- αποφασισμένος
- πρόθεση
- θετικός
- αποφασισμένος
- αμετάπειστος
- δεμένος
- σίγουρος
- ο θάνατος ή η δόξα
- στερεός
- έξω
- σκόπιμος
- Επιλεγμένο
- σοβαρός
- σετ
- αποφασισμένος
- αποφασισμένος
- έτοιμος
- πικρός
- βέβαιος
- Σίγουρος για τον εαυτό του
- σοβαρός
- σκληρυμένο
- ακίνητος
- αμείλικτος
- επίμονος
- άκαμπτος
- σταθερός
- πεισματάρης
- σίγουρα
- επίμονος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- διστακτικός
- αμείλικτος
- ακλόνητος
- ακλόνητος
- βίαιη
- εσκεμμένος
- εκούσιος
Nearest Words of bent on
Definitions and Meaning of bent on in English
bent on (s)
fixed in your purpose
FAQs About the word bent on
αποφασισμένη
fixed in your purpose
αποφασιστικός,αποφασισμένος,πρόθεση,θετικός,αποφασισμένος,αμετάπειστος,δεμένος,σίγουρος,ο θάνατος ή η δόξα,στερεός
αμφίβολος,αμφίβολος,διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,αναποφάσιστος,σκεπτικός,ύποπτος,αβέβαιος,αναποφάσιστος
bent hang => Καμπύλη αιώρηση, bent grass => Κάμψη χλοοτάπητα, bent => λυγισμένος, benshee => Μπάνσι, benoit mandelbrot => Μπενουά Μαντελμπροτ,