Greek Meaning of trumpeted

σαλπισμένο

Other Greek words related to σαλπισμένο

Definitions and Meaning of trumpeted in English

Webster

trumpeted (imp. & p. p.)

of Trumpet

FAQs About the word trumpeted

σαλπισμένο

of Trumpet

ανακοινώθηκε,Δηλωθεί,διακήρυξε,δημοσιευμένα,διαφημισμένο,βροντοφώναξε,φλεγόμενος,διακοσμημένος,μετάδοση,Αποκαλύφθηκε

κρυμμένο,σιωπηλός,καταπιεσμένη,κατεχόμενος,Ανακάλεσε,ανασυρόμενη,ακυρώθηκε,(σιωπημένος),ανακάλεσε

trumpet weed => Σαλπιγγοειδές φυτό, trumpet vine => Κισσός, trumpet tree => Δέντρο με τρομπέτες, trumpet section => Τμήμα τρομπέτας, trumpet honeysuckle => Αιγόκλημα,