Greek Meaning of trumpeting
σαλπίζοντας
Other Greek words related to σαλπίζοντας
- ανακοινώνω
- δηλώνοντας
- έκδοση
- διακηρύσσοντας
- διαφημίσεις
- Βροντερός
- φλεγόμενος
- εκπομπή
- Αποκάλυψη
- εκφορά
- αναβοσβήνει
- προβάλλοντας
- καταχώρηση
- δημοσιοποίηση
- Απελευθέρωση
- ήχος
- προώθηση
- εκδίδοντας
- Μαζί με το τρέξιμο.
- αναγγέλλοντας
- γαύγισμα
- τιμολόγηση
- οικόσημο
- επικοινωνία
- κλάμα
- διασπείροντας
- αποκάλυψη
- δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα
- imparting
- Ενημέρωση
- υπονοώντας
- εισαγωγή
- κωδωνιοκρουσία
- εκδήλωση
- ειδοποίηση
- αφίσα
- Συνδέοντας
- Φουσκωμένος
- αναφορά
- αποκαλυπτικός
- κουδούνισμα.
- δείχνει
- εξάπλωση
- κουδούνισμα
- Τύμπανο που χτυπά (για ή σχετικά με)
- Αφισοκολώνα
- περίληψη
- δελτίωση ειδήσεων
- κάλεσμα (έξω)
- με
- δίνοντας
Nearest Words of trumpeting
- trumpetfish => Σαλπιγγοστόμος
- trumpeter swan => Κύκνος με τρούμπα
- trumpeter => τρομπετίστας
- trumpeted => σαλπισμένο
- trumpet weed => Σαλπιγγοειδές φυτό
- trumpet vine => Κισσός
- trumpet tree => Δέντρο με τρομπέτες
- trumpet section => Τμήμα τρομπέτας
- trumpet honeysuckle => Αιγόκλημα
- trumpet flower => Σαλπιγγολούλουδο
Definitions and Meaning of trumpeting in English
trumpeting (p. pr. & vb. n.)
of Trumpet
trumpeting (n.)
A channel cut behind the brick lining of a shaft.
FAQs About the word trumpeting
σαλπίζοντας
of Trumpet, A channel cut behind the brick lining of a shaft.
ανακοινώνω,δηλώνοντας,έκδοση,διακηρύσσοντας,διαφημίσεις,Βροντερός,φλεγόμενος,εκπομπή,Αποκάλυψη,εκφορά
απόκρυψη,σιωπηρή,παρακράτηση,υπενθύμιση,κατασταλτικός,συρριγμός,ανάκληση,αναίρεση,σιωπή (πάνω)
trumpetfish => Σαλπιγγοστόμος, trumpeter swan => Κύκνος με τρούμπα, trumpeter => τρομπετίστας, trumpeted => σαλπισμένο, trumpet weed => Σαλπιγγοειδές φυτό,