Greek Meaning of strangle hold
strangle hold
Other Greek words related to strangle hold
- Αλμπατρος
- χρέωση
- Αναπηρία
- Μειονέκτημα
- μειονέκτημα
- μειονέκτημα
- αναπηρία
- Ευθύνη
- μυλόπετρα
- μείον
- αρνητικός
- Απεργία
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- ανικανότητα
- εμπόδιο
- Δυσκολία
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- δεσμός
- μειονέκτημα
- μειονέκτημα
- μπάρα
- aρπάζω
- απόφραξη
- στένωμα
- Ντροπή
- εμπόδιο
- χειροπέδες
- Τρίβω
- σταματάω
- δίχτυ
Nearest Words of strangle hold
Definitions and Meaning of strangle hold in English
strangle hold ()
In wrestling, a hold by which one's opponent is choked. It is usually not allowed.
FAQs About the word strangle hold
Definition not available
In wrestling, a hold by which one's opponent is choked. It is usually not allowed.
Αλμπατρος,χρέωση,Αναπηρία,Μειονέκτημα,μειονέκτημα,μειονέκτημα,αναπηρία,Ευθύνη,μυλόπετρα,μείον
πλεονέκτημα,περιουσιακό στοιχείο,έλεγχος,ακμή,άνοδος,κυριαρχία,Σπάω,εντολή,σταγόνα,Πλεονέκτημα κεφαλής
strangle => Στραγγαλίζω, stranger => ξένος, strangeness => περιέργεια, strangely => παράξενα, strange quark => Παράξενο κουάρκ,