Greek Meaning of specified

specified

Other Greek words related to specified

Definitions and Meaning of specified in English

Wordnet

specified (a)

clearly and explicitly stated

FAQs About the word specified

Definition not available

clearly and explicitly stated

ομολογημένος,Δηλωθεί,ορισμένος,σαφής,συγκεκριμένος,δηλωμένο,αναμφίβολος,κατηγορηματικός,κατηγορηματικός,βέβαιος

ασαφής,έμμεσος,σιωπηρός,εξαγόμενο,ασαφής,ελικοειδής,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αμφίβολος,εσφαλμένος

specificity => ειδικότητα, specification => προδιαγραφή, specifically => συγκεκριμένα, specific performance => ειδική εκτέλεση, specific heat => Ειδική θερμοχωρητικότητα,