Greek Meaning of sherd
θραύσμα
Other Greek words related to θραύσμα
- κηλίδα
- θραύσμα
- λάμψη
- σωματίδιο
- τεμαχίζω
- θραύσμα
- Κηλίδα
- πιτσιλιά
- ράντισμα
- Άτομο
- bit
- τσιπ
- ψίχουλο
- τελεία
- δράμι
- σταγόνα
- νιφάδα
- δημητριακά
- χούφτα
- υπόδειξη
- ελάχιστος
- Μόριο
- τάφρος
- ουγγιά
- τσιρότο
- Φιστίκια
- Ακτίνα
- διασκόρπιση
- scintilla
- σκραπ
- σκιά
- σκιά
- Ρίγος
- χαστούκι
- μυρωδιά
- συντρίμμια
- σπινθήρας
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- σερί
- αγγίζω
- ίχνος
- whit
- άσσος
- δάγκωμα
- αποκόμματα
- νταμπ
- παύλα
- δόση
- σταγόνα
- κουτσουλιά
- Κοκκία
- ουρλιαχτό
- ιώτα
- τελεία
- μικρός
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- μπουκιά
- δαγκάνοντας
- σκλήθρα
- μέρος
- τσίμπημα
- μερίδα
- δισταγμός
- ενότητα
- Ομοιότητα
- ανοησίες
- επιφανειακές γνώσεις
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Κλικ
- σταγόνα
- πιτσιλίζω
- καταπόνηση
- υποψία
- Συλλαβή
- λίγο
- γεύση
- τίτλος
- ίχνος
Nearest Words of sherd
Definitions and Meaning of sherd in English
sherd (n)
a broken piece of a brittle artifact
sherd (n.)
A fragment; -- now used only in composition, as in potsherd. See Shard.
FAQs About the word sherd
θραύσμα
a broken piece of a brittle artifactA fragment; -- now used only in composition, as in potsherd. See Shard.
κηλίδα,θραύσμα,λάμψη,σωματίδιο,τεμαχίζω,θραύσμα,Κηλίδα,πιτσιλιά,ράντισμα,Άτομο
κομμάτι,εξόγκωμα,πλάκα,κούκλος
sherbet => Σορμπέ, sherbert => σορμπέ, sheraton => Σέρατον, sherardize => σέρραντ, shepster => Ποιμένας,