Greek Meaning of seduced

seduced

Other Greek words related to seduced

Definitions and Meaning of seduced in English

Webster

seduced (imp. & p. p.)

of Seduce

FAQs About the word seduced

Definition not available

of Seduce

δελεαστικός,δέλεασε,πεπεισμένος,δελεασčený,ελκυστικό,δόλωμα,Γοητευμένος,προδομένος/η,παραπλανημένος,γοητευμένος

ειδοποιημένος,προειδοποίησε,προειδοποίησε,οδήγησε (μακριά ή έφυγε),προειδοποιημένος,απωθημένος,απορρίφθηκε,αποφεύχθηκε (από)

sedna => Σέντνα, sedlitz => σέντλιτζ, seditious => στασιαστικός, seditionary => στασιαστικός, sedition => στασιασμός,