Greek Meaning of seductress
γυναίκα με καταγωγή από εγκαταλελειμμένη νήσο
Other Greek words related to γυναίκα με καταγωγή από εγκαταλελειμμένη νήσο
Nearest Words of seductress
Definitions and Meaning of seductress in English
seductress (n)
a woman who seduces
seductress (n.)
A woman who seduces.
FAQs About the word seductress
γυναίκα με καταγωγή από εγκαταλελειμμένη νήσο
a woman who seducesA woman who seduces.
σειρήνα,μοιραία γυναίκα,πειράζω,Βαμπίρ,γόης,γοητευτής,Μάγισσα
No antonyms found.
seducible => αποπλανητικός, sedna => Σέντνα, sedlitz => σέντλιτζ, seditious => στασιαστικός, seditionary => στασιαστικός,