Greek Meaning of roughage
χονδροειδής τροφή
Other Greek words related to χονδροειδής τροφή
- σπονδυλική στήλη
- ανδρεία
- σταθερότητα
- Θάρρος
- θάρρος
- Αποφασιστικότητα
- αντοχή
- ανδρεία
- χαλίκι
- γρανώδης
- σπλάχνα
- νεύρο
- μαδάω
- ορμή
- αντοχή
- Εντερική αντοχή
- ορείχαλκος
- αποφασιστικότητα
- ψήφισμα
- δύναμη
- ανεκτικότητα
- Ανδρεία
- τόλμη
- τόλμη
- θράσος
- Τολμηρός
- Ανδρεία
- ανδρεία
- θράσος
- ανδρεία
- ανεκτικότητα
- χολή
- γενναιότητα
- Ανδρεία
- καρδιά
- Θάρρος
- Μέταλλο
- Σκοπιμότητα
- πνεύμα
- δυστυχία
- θρασύτητα
- μεγαλοκαρδία
- ανδρεία
- νευρικότητα
Nearest Words of roughage
Definitions and Meaning of roughage in English
roughage (n)
coarse, indigestible plant food low in nutrients; its bulk stimulates intestinal peristalsis
FAQs About the word roughage
χονδροειδής τροφή
coarse, indigestible plant food low in nutrients; its bulk stimulates intestinal peristalsis
σπονδυλική στήλη,ανδρεία,σταθερότητα,Θάρρος,θάρρος,Αποφασιστικότητα,αντοχή,ανδρεία ,χαλίκι,γρανώδης
δειλία,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,Δειλ�α,Δειλία,δισταγμός,Δειλία,Ολιγοψυχία,δειλία
rough water => ταραγμένη θάλασσα, rough up => αγέρωχος, rough sledding => Σκληρή ὁλίσθηση, rough rider => Άγριος ιππέας, rough pea => Μπιζέλι,