Greek Meaning of purported

purported

Other Greek words related to purported

Definitions and Meaning of purported in English

purported

reputed, alleged

FAQs About the word purported

Definition not available

reputed, alleged

εικαστικός,υποθετικός,υποτίθεται,Απριόρι,εκπιπτόμενο,εκπτωτικός,παράγωγο,συναγόμενο,συμπερασματικός,συμπερασματικός

απόλυτος,κατηγορηματικός,ορισμένος,σαφής,εκφράζω,επαγωγικός,κατηγορηματικός,παράλογος,επαγώγιμος,ενστικτώδης

purloining => κλοπή, purloiner => κλέφτης, purloined => κλεμμένο, purling => ανάποδη βελονιά, purlieus => περίχωρα,