Greek Meaning of inferable
συναγόμενο
Other Greek words related to συναγόμενο
Nearest Words of inferable
- inference => συμπερασμα
- inferential => συμπερασματικός
- inferentially => συμπερασματικός
- inferior => κατώτερος
- inferior alveolar artery => κατώτερη φατνιακή αρτηρία
- inferior cerebellar artery => Αρτηρία κάτω αυχενικής μοίρας παρεγκεφαλίδας
- inferior cerebral vein => κάτω εγκεφαλική φλέβα
- inferior colliculus => Σωμάτιο του κάτω βραχίονα
- inferior conjunction => Κάτω σύνοδος
- inferior court => Κατώτερο δικαστήριο
Definitions and Meaning of inferable in English
inferable (a.)
Capable of being inferred or deduced from premises.
FAQs About the word inferable
συναγόμενο
Capable of being inferred or deduced from premises.
Απριόρι,εκπιπτόμενο,εκπτωτικός,παράγωγο,συμπερασματικός,λογικός,αιτιολογημένος,εικαζόμενο,εικαστικός,υποθετικός
απόλυτος,κατηγορηματικός,ορισμένος,σαφής,εκφράζω,επαγώγιμος,επαγωγικός,κατηγορηματικός,παράλογος,ενστικτώδης
infer => συμπεράνω, infeoffment => χορήγηση φέουδου, infeoff => μένω, infeodation => φεουδαρχία, infelt => τσόχα,