Greek Meaning of deducible

εκπιπτόμενο

Other Greek words related to εκπιπτόμενο

Definitions and Meaning of deducible in English

Wordnet

deducible (s)

capable of being deduced

Webster

deducible (a.)

Capable of being deduced or inferred; derivable by reasoning, as a result or consequence.

Capable of being brought down.

FAQs About the word deducible

εκπιπτόμενο

capable of being deducedCapable of being deduced or inferred; derivable by reasoning, as a result or consequence., Capable of being brought down.

παράγωγο,συναγόμενο,Απριόρι,εκπτωτικός,συμπερασματικός,λογικός,αιτιολογημένος,θεωρητικός,ακαδημαϊκός,εικαστικός

απόλυτος,κατηγορηματικός,ορισμένος,σαφής,εκφράζω,επαγώγιμος,επαγωγικός,κατηγορηματικός,παράλογος,ενστικτώδης

deducibility => αφορολόγητο, deducement => Συμπεράσματα, deduced => συναγόμενο, deduce => συμπεράνω, dedolent => βρωμερός,