Greek Meaning of pepperiness

πιπεράτο

Other Greek words related to πιπεράτο

Definitions and Meaning of pepperiness in English

Wordnet

pepperiness (n)

a hot spiciness

FAQs About the word pepperiness

πιπεράτο

a hot spiciness

ζωηρός,φλογερός,παθιασμένος,ζωηρός,ζωηρός,επιθετικός,φιλόδοξος,διεκδικητικός,πνευματώδης,φλογερό

αναίμακτος,βαρετό,νεκρός,βαρετό,χλιαρός,νωθρός,μολυβένιος,άψυχο,κουτσός,άψυχος

pepperidge => Πέπερριτζ, peppergrass => μπιμπεράνθη, pepperer => πιπεριά, peppered steak => Μπιφτέκι πιπεράτο, peppered => πιπέρι,