Greek Meaning of oxidized
oxidized
Other Greek words related to oxidized
- διαβρωμένο
- φθαρμένο
- αποσυντεθείς
- διαλυμένη
- σκουριασμένο
- θρυμματισμένος
- αντέδρασε
- έφαγε
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- εκφυλισμένος
- επιδεινωμένο
- ερειπωμένος
- διάβρωση
- ροκανισμένος
- χυτός
- δαγκωμένο
- σάπιο
- βούλιαξε
- βυθισμένο
- μαραμένος
- σε
- μπερδεμένος
- πήξε
- αρνήθηκε
- βεβηλωμένος
- καταγόμενος
- ζυμωμένο
- μολυσμένος
- βρώμικος
- ανήσυχος
- μουχλιασμένο
- ταπεινωμένος
- νεκρός
- μολυσμένος
- ξινισμένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- στρεμμένος
- χαλασμένος
- σάπιος
- απενεργοποιημένο
Nearest Words of oxidized
Definitions and Meaning of oxidized in English
oxidized (a)
combined with or having undergone a chemical reaction with oxygen
oxidized (imp. & p. p.)
of Oxidize
FAQs About the word oxidized
Definition not available
combined with or having undergone a chemical reaction with oxygenof Oxidize
διαβρωμένο,φθαρμένο,αποσυντεθείς,διαλυμένη,σκουριασμένο,θρυμματισμένος,αντέδρασε,έφαγε,Μολυσμένος,κατεστραμμένο
ηλικιωμένοι,ανεπτυγμένη,μεγάλωσε,ώριμος,αποκατεστημένος,ώριμο,καθαρισμένος,συναρμολογημένο,Καθαρισμένο,συντεθειμένος
oxidize => οξειδώνω, oxidization => Οξείδωση, oxidizable => οξειδώσιμος, oxidiser => οξειδωτικό, oxidised => οξειδωμένο,