Greek Meaning of minty
δροσερός
Other Greek words related to δροσερός
- μολυσμένος
- σπασμένο
- Μώλωπας
- κατεστραμμένος
- ξεθωριασμένος
- τραυματισμένος
- λερωμένος
- μπαγιάτικος
- μολυσμένος
- χρησιμοποιημένο
- φθαρμένος
- Μολυσμένος
- παραμορφωμένο
- πόνος
- εξασθενημένος
- μολυσμένος
- μεταχειρισμένο
- φθαρμένος
- κακομαθημένος
- Μολυσμένο
- παραμορφωμένος
- βεβηλωμένος
- μεταχειρισμένο ρούχο
- βλάβη
- κατεστραμμένο
- φθαρμένος
Nearest Words of minty
Definitions and Meaning of minty in English
minty (a)
relating to or suggestive of mint
minty (s)
of the flavor of mint, particularly peppermint
FAQs About the word minty
δροσερός
relating to or suggestive of mint, of the flavor of mint, particularly peppermint
φρέσκος,αμόλυντος,ολοκαίνουργιο,νέος,αλώβητος (-η, -ο),παρθένος,παρθενικός,Λάμψη,Αστραφτερός.,αμετάβλητο
μολυσμένος,σπασμένο,Μώλωπας,κατεστραμμένος,ξεθωριασμένος,τραυματισμένος,λερωμένος,μπαγιάτικος,μολυσμένος,χρησιμοποιημένο
mint-scented => αρωματισμένο με μέντα, mintmen => δυόσμος, mint-master => χρυσοχόος, mintmark => Νομισματικό σημείο, mintman => Xarτοδόχος,