Greek Meaning of minty

δροσερός

Other Greek words related to δροσερός

Definitions and Meaning of minty in English

Wordnet

minty (a)

relating to or suggestive of mint

Wordnet

minty (s)

of the flavor of mint, particularly peppermint

FAQs About the word minty

δροσερός

relating to or suggestive of mint, of the flavor of mint, particularly peppermint

φρέσκος,αμόλυντος,ολοκαίνουργιο,νέος,αλώβητος (-η, -ο),παρθένος,παρθενικός,Λάμψη,Αστραφτερός.,αμετάβλητο

μολυσμένος,σπασμένο,Μώλωπας,κατεστραμμένος,ξεθωριασμένος,τραυματισμένος,λερωμένος,μπαγιάτικος,μολυσμένος,χρησιμοποιημένο

mint-scented => αρωματισμένο με μέντα, mintmen => δυόσμος, mint-master => χρυσοχόος, mintmark => Νομισματικό σημείο, mintman => Xarτοδόχος,