Greek Meaning of fibered
ινώδης
Other Greek words related to ινώδης
- σπονδυλική στήλη
- ανδρεία
- σταθερότητα
- Θάρρος
- θάρρος
- Αποφασιστικότητα
- αντοχή
- ανδρεία
- χαλίκι
- γρανώδης
- σπλάχνα
- νεύρο
- μαδάω
- ορμή
- αντοχή
- Εντερική αντοχή
- ορείχαλκος
- αποφασιστικότητα
- ψήφισμα
- δύναμη
- ανεκτικότητα
- Ανδρεία
- τόλμη
- τόλμη
- θράσος
- Τολμηρός
- Ανδρεία
- ανδρεία
- θράσος
- ανδρεία
- ανεκτικότητα
- χολή
- γενναιότητα
- Ανδρεία
- καρδιά
- Θάρρος
- Μέταλλο
- Σκοπιμότητα
- πνεύμα
- δυστυχία
- θρασύτητα
- μεγαλοκαρδία
- ανδρεία
- νευρικότητα
Nearest Words of fibered
- fiber-faced => με πρόσωπο από ίνες
- fiberglass => Υαλοβάμβακας
- fiberless => άτριχος
- fiberoptic => οπτική ίνα
- fiber-optic => οπτική ίνα
- fiber-optic transmission system => Σύστημα μετάδοσης μέσω οπτικών ινών
- fiberoptics => οπτικές ίνες
- fiberscope => Ιατρείο με ίνες
- fibonacci number => Αριθμός Φιμπονάτσι
- fibonacci sequence => Ακολουθία Fibonacci
Definitions and Meaning of fibered in English
fibered (a.)
Alt. of Fibred
FAQs About the word fibered
ινώδης
Alt. of Fibred
σπονδυλική στήλη,ανδρεία,σταθερότητα,Θάρρος,θάρρος,Αποφασιστικότητα,αντοχή,ανδρεία ,χαλίκι,γρανώδης
δειλία,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,Δειλ�α,Δειλία,δισταγμός,Δειλία,Ολιγοψυχία,δειλία
fiberboard => Ινοσανίδα, fiber optics => Οπτική ίνα, fiber optic cable => Καλώδιο οπτικών ινών, fiber bundle => Δέσμη ινών, fiber => ίνα,