Greek Meaning of egregiousness
εγκληματικός
Other Greek words related to εγκληματικός
- κραυγαλέος
- εκτυφλωτικός
- αηδιαστικός
- προφανής
- εμφανής
- διακριτός
- κραυγαλέα
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- προφέρεται
- διάφανος
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- αποτρόπαιος
- απόλυτος
- θρασύς
- συναρπαστικός
- Φρικτός
- φρικτός
- σαφής
- θλιβερό
- Ανιχνεύσιμο
- διακριτός
- διακριτός
- απολύτως
- δραματικός
- τονισμένος
- εμφανής
- αποτρόπαιος
- εντυπωσιακός
- απεχθής
- σημαδεμένος
- τερατώδης
- αξιοσημείωτος
- παρατηρήσιμος
- καθαρά και ξάστερα
- σκανδαλώδης
- εντελώς
- αντιληπτό
- απλός
- γελοίο
- εξέχων
- βαθμός
- αξιοσημείωτος
- εξέχων
- συγκλονιστικό
- επιδεικτικός
- πιτσιλίσματος
- σκληρός
- προφέρει
- ορατός
Nearest Words of egregiousness
Definitions and Meaning of egregiousness in English
egregiousness (n.)
The state of being egregious.
FAQs About the word egregiousness
εγκληματικός
The state of being egregious.
κραυγαλέος,εκτυφλωτικός,αηδιαστικός,προφανής,εμφανής,διακριτός,κραυγαλέα,αισθητός,Εξαιρετικός,δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
ανεπαίσθητος,Ασημαντος,διακριτικός,ασήμαντος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντος,Διακριτικός,κρυμμένος
egregiously => κατάφωρα, egregious => εξαιρετικά κακός, egre => ερωδιός, egranulose => αγλυκυαλύτωτος, egotrip => Εγώ τριπ,