Greek Meaning of bumping off

bumping off

Other Greek words related to bumping off

Definitions and Meaning of bumping off in English

bumping off

to murder casually or cold-bloodedly

FAQs About the word bumping off

Definition not available

to murder casually or cold-bloodedly

κατάργηση,κάνει μέσα,Εκτελείται,χτυπώντας,βάζω μακριά,παίρνοντας έξω,εξάλειψη,Ξεφύσημα,μεταφορά,κρώξιμο

κινούμενος,ανατροφή,Αποκατάσταση,αναβιωτικό,ανάσταση,αναζωογονώντας

bumping into => Προκρούοντας σε, bumping (up) => χτύπημα (πάνω), bumpers => Προφυλακτήρες, bumped off => σκοτωμένος, bumped into => συνάντησα,