Greek Meaning of boxed in
εγκλωβισμένος
Other Greek words related to εγκλωβισμένος
- περιορισμένος
- κλεισμένος (πάνω)
- περικλειόμενος
- επισυνάπτεται
- περιφραγμένο
- εγκλωβισμένος (στην)
- στεγασμένος
- συμπεριλαμβανομένης
- περιτειχισμένος
- οριοθετημένο
- φυλακισμένος
- Κλειστό
- επικαλυμμένος
- περιφραγμένο
- τειχισμένος
- επισυναπτόμενο
- τειχίσω
- γραμμένο
- περικυκλωμένος
- Θωρακισμένος
- περιγεγραμμένο
- περιεχομενη
- περιφραγμένος
- Φυλακισμένος
- εγκλωβισμένο
- περικυκλωμένος
- περιελάμβανε
- διπλωμένος
- περιορισμένος
- περιορισμένος
- δακτυλιωτός
Nearest Words of boxed in
Definitions and Meaning of boxed in in English
boxed in (s)
enclosed in or as if in a box
enclosed in or as if in a box
FAQs About the word boxed in
εγκλωβισμένος
enclosed in or as if in a box, enclosed in or as if in a box
περιορισμένος,κλεισμένος (πάνω),περικλειόμενος,επισυνάπτεται,περιφραγμένο,εγκλωβισμένος (στην),στεγασμένος,συμπεριλαμβανομένης,περιτειχισμένος,οριοθετημένο
No antonyms found.
boxed => Κουτί, boxcars => εμπορικά βαγόνια, boxcar => εμπορικό βαγόνι, boxberry => Μύρτιλος, box wrench => κλειδί κουτιού,