Greek Meaning of blankly
ανέκφραστα
Other Greek words related to ανέκφραστα
- κατατονικός
- άδειος
- αινιγματικός
- άψυχος
- ακίνητος
- ελεύθερος
- ασαφής
- ατάραχος
- αποσπασμένος
- βαρετό
- αινιγματικός
- αναίσθητος
- ανέκφραστος
- μυστηριώδης
- μουδιασμένο
- συγκρατημένος
- Στατικός
- Απαθής
- κενός
- ξύλινος
- απόμακρος
- αδιάφορος
- κρύος
- κουλ
- Αδιαπέραστο
- αδιάφορος
- ανεξιχνίαστος
- φλεγματικός
- κρατημένος
- συγκρατημένος
- ακόμα
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- ενεργός
- ζωντανός
- κινούμενη
- φωτεινό
- απασχολημένος
- επιδεικτικός
- δυναμικός
- αρραβωνιασμένος
- εκτατικός
- εκφραστικός
- ενθουσιώδης
- ενδιαφέρομαι
- μη αποκριτικός
- αφρώδης
- εύγλωττος
- συναισθηματικός
- Ενεργητικός
- χειρονομιακός
- ζωηρός
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- Ζωντανός
- χειρονομώ
- χειρονομιακός
- Μελοδραματικός
- θεατρικός
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- χειρονομούντος
- υπαινικτικός
Nearest Words of blankly
Definitions and Meaning of blankly in English
blankly (r)
in a blank and uncomprehending manner
blankly (adv.)
In a blank manner; without expression; vacuously; as, to stare blankly.
Directly; flatly; point blank.
FAQs About the word blankly
ανέκφραστα
in a blank and uncomprehending mannerIn a blank manner; without expression; vacuously; as, to stare blankly., Directly; flatly; point blank.
κατατονικός,άδειος,αινιγματικός,άψυχος,ακίνητος,ελεύθερος,ασαφής,ατάραχος,αποσπασμένος,βαρετό
ενεργός,ζωντανός,κινούμενη,φωτεινό,απασχολημένος,επιδεικτικός,δυναμικός ,αρραβωνιασμένος,εκτατικός,εκφραστικός
blanking => εκμηδένιση, blanketing => κουβέρτα, blanketed => σκεπασμένος, blanket stitch => Βελονιά κουβέρτας, blanket mortgage => Γενική υποθήκη,