Greek Meaning of aureate
χρυσός
Other Greek words related to χρυσός
- περίτεχνος
- μοβ
- ρητορική
- ρητορικός
- εύγλωττος
- ανθηρός
- ανθισμένος
- μεγαλοστομία
- υψηλοπετών
- υψηλόφθόγγος
- πληγμένος
- φουσκωμένος
- καυχησιάρης, αλαζόνας
- βομβαρδιστικός
- ο βιβλιολάτρης
- υπερβολικός
- επιτηδευμένος
- κολακευτικός
- αφθονη
- μεγαλοπρεπής
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- φουσκωμένο
- μαθημένος
- μεγαλειώδης
- πομπώδης
- επιτηδευμένος
- Τεχνητός
Nearest Words of aureate
Definitions and Meaning of aureate in English
aureate (s)
elaborately or excessively ornamented
having the deep slightly brownish color of gold
aureate (a.)
Golden; gilded.
FAQs About the word aureate
χρυσός
elaborately or excessively ornamented, having the deep slightly brownish color of goldGolden; gilded.
περίτεχνος,μοβ,ρητορική,ρητορικός,εύγλωττος,ανθηρός,ανθισμένος,μεγαλοστομία,υψηλοπετών,υψηλόφθόγγος
φαλακρός,άμεσο,άπαχο,απλός,πεζός,απλός,εφεδρικό,άκοσμος,Γεγονός,φυσικός
aurated => επιχρυσωμένος, aurate => επιχρυσωμένος, aurantiaceous => πορτοκαλί, aurally => ακουστικά, aural => ακουστικός,