Greek Meaning of purple
μοβ
Other Greek words related to μοβ
- περίτεχνος
- ρητορική
- ρητορικός
- χρυσός
- εύγλωττος
- ανθηρός
- ανθισμένος
- μεγαλοστομία
- υψηλοπετών
- υψηλόφθόγγος
- πληγμένος
- φουσκωμένος
- καυχησιάρης, αλαζόνας
- βομβαρδιστικός
- ο βιβλιολάτρης
- υπερβολικός
- επιτηδευμένος
- κολακευτικός
- αφθονη
- μεγαλοπρεπής
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- φουσκωμένο
- μαθημένος
- μεγαλειώδης
- πομπώδης
- επιτηδευμένος
- Τεχνητός
Nearest Words of purple
- purple amaranth => Amarantos porfyrous
- purple anise => Μωβ γλυκάνισο
- purple apricot => Μωβ βερίκοκο
- purple avens => Πορφυρή αβένια
- purple bacteria => Μωβ βακτήρια
- purple beech => Απόσσιορκα
- purple boneset => Ευπατόριο το πορφυρό
- purple chinese houses => Μωβ κινέζικα σπίτια
- purple clematis => Μωβ κληματίδα
- purple clover => Κόκκινο τριφύλλι
Definitions and Meaning of purple in English
purple (n)
a purple color or pigment
(in ancient Rome) position of imperial status
(Roman Catholic Church) official dress of a cardinal; so named after the Tyrial purple color of the robes
purple (v)
become purple
color purple
purple (s)
of a color intermediate between red and blue
excessively elaborate or showily expressed
belonging to or befitting a supreme ruler
FAQs About the word purple
μοβ
a purple color or pigment, (in ancient Rome) position of imperial status, (Roman Catholic Church) official dress of a cardinal; so named after the Tyrial purple
περίτεχνος,ρητορική,ρητορικός,χρυσός,εύγλωττος,ανθηρός,ανθισμένος,μεγαλοστομία,υψηλοπετών,υψηλόφθόγγος
φαλακρός,άμεσο,άπαχο,απλός,πεζός,απλός,εφεδρικό,σκληρός,άκοσμος,Γεγονός
purloo => πούργουλο, purlieu => προάστια, purl stitch => πίσω βελονιά, purl => κορδονές, purkinje's tissue => Ινώσεις του Πουρκινιέ,