FAQs About the word aurally

ακουστικά

with regard to sound or the ear

Ακουστικός,ακουστικός,ακουστικός,ακουστικός,ωτικός,άκουσε,ακουστός,ακουστικός,οπτικοακουστικός,διακριτός

Αδύναμος,Ασθενής,ανεπαίσθητος,ακατάληπτος,ασαφής,αδιαφοροποίητα,μη ακουστικός,ήσυχος,σιωπηλός,Χαμηλός

aural => ακουστικός, aurae => αύρες, aura => αύρα, aunty => θεία, auntter => θεία,