FAQs About the word audial

ακουστικός

of, relating to, or affecting the sense of hearing

Ακουστικός,ακουστικός,ακουστικός,ακουστικός,ωτικός,άκουσε,ακουστός,ακουστικός,οπτικοακουστικός,διακριτός

Αδύναμος,Ασθενής,ανεπαίσθητος,ακατάληπτος,ασαφής,αδιαφοροποίητα,μη ακουστικός,σιωπηλός,Χαμηλός,σιωπηλός

auctions => δημοπρασίες, auctioning => δημοπρασία, auctioneers => δημοπράτες, auctioned => δημοπρατημένος, auberges => Ξενώνες,