Greek Meaning of augmenter

αυξάνω

Other Greek words related to αυξάνω

Definitions and Meaning of augmenter in English

Webster

augmenter (n.)

One who, or that which, augments or increases anything.

FAQs About the word augmenter

αυξάνω

One who, or that which, augments or increases anything.

επιταχύνω,ενισχύω,βελτιώνω,επεκτείνω,αύξηση,μεγαλοποιώ,ενισχύω,χτίζω,σύνθετο,διευρύνω

μειώνω,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,Χαμηλότερος,μειώνω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,πυκνώνω

augmented => Ενισχυμένο, augmentative => αυξητικό, augmentation => αύξηση, augmentable => επαυξημένος, augment => αυξάνω,