Greek Meaning of apishness
μαϊμουδισμός
Other Greek words related to μαϊμουδισμός
- μιμητικός
- μίμηση
- μιμητικός
- κονσέρβα
- Παραπλανητικός
- τυπικός
- δόλιος
- μιμητικός
- μιμητής
- Παραπλανητικό
- κοροϊδεύω
- δουλοπρεπής
- Συνθετικός
- όχι πρωτότυπο
- ΨΕΥΔΕΣ
- αντιγραμμένο
- Επίγονος
- τεχνητός
- αντίγραφο ασφαλείας
- ψεύτικος
- πλαστό
- ξε κομμένο και στεγνωμένο
- διπλότυπο
- Τεχνητός
- ψεύτικος
- σφυρηλατημένος
- τεχνητός
- επιπόλαιος
- πλαγιασμένος
- ρουτίνα
- απάτη
- εξομοιωμένο
- αντικαταστάτης
- μεταγεγραμμένο
- ανούσιος
- κλεμμένο
- επιγονικός
- φωτοτυπημένο
- διπλό
- αναπαράγω
Nearest Words of apishness
- apishly => πιθηκίσια
- apishamore => Κόκκινη τσιπούρα
- apish => πιθηκίσιος
- apis mellifera scutellata => Apis mellifera scutellata.
- apis mellifera adansonii => Apis mellifera adansonii
- apis mellifera => μέλισσα
- apis => μέλισσες
- apios tuberosa => Apios tuberosa
- apios americana => Αμερικανική γλυκοπατάτα
- apios => Απιος
Definitions and Meaning of apishness in English
apishness (n.)
The quality of being apish; mimicry; foppery.
FAQs About the word apishness
μαϊμουδισμός
The quality of being apish; mimicry; foppery.
μιμητικός,μίμηση,μιμητικός,κονσέρβα,Παραπλανητικός,τυπικός,δόλιος,μιμητικός,μιμητής,Παραπλανητικό
αρχετυπικός,νόμιμος,πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός
apishly => πιθηκίσια, apishamore => Κόκκινη τσιπούρα, apish => πιθηκίσιος, apis mellifera scutellata => Apis mellifera scutellata., apis mellifera adansonii => Apis mellifera adansonii,