Greek Meaning of apishness

μαϊμουδισμός

Other Greek words related to μαϊμουδισμός

Definitions and Meaning of apishness in English

Webster

apishness (n.)

The quality of being apish; mimicry; foppery.

FAQs About the word apishness

μαϊμουδισμός

The quality of being apish; mimicry; foppery.

μιμητικός,μίμηση,μιμητικός,κονσέρβα,Παραπλανητικός,τυπικός,δόλιος,μιμητικός,μιμητής,Παραπλανητικό

αρχετυπικός,νόμιμος,πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός

apishly => πιθηκίσια, apishamore => Κόκκινη τσιπούρα, apish => πιθηκίσιος, apis mellifera scutellata => Apis mellifera scutellata., apis mellifera adansonii => Apis mellifera adansonii,