Greek Meaning of animalistic
ζωώδες
Other Greek words related to ζωώδες
- κτηνώδης
- βίαιος
- βάρβαρος
- άγριος
- ζώο
- θηριώδης
- κτηνώδης
- σκληρός
- άγριος
- φυσικός
- άγριος
- απάνθρωπος
- χοιρινός
- κακός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- σωματικός
- Χοντρός
- Δεκανέας
- σωματικός
- χοντροκομμένος
- ακατέργαστος
- σαρκικός
- αηδιαστικός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- Αγενής
- σαδιστικός
- αγενής
- Ακαλλιέργητος
- Ακατέργαστος
- χυδαίος
- αυθαίρετος
- αγγελικός
- ιπποτικός
- Υψηλός
- γενναιοδωρος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- υψηλός
- υπέροχος
- εύγενος
- γενναιόδωρος
- ευγενής
- πνευματικός
- υψηλός
- αγγελικός
- Ευεργετικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- μορφωμένος
- ζωηρός
- μεγαλόκαρδος
- γενναιόδωρος
- ευγενικός
- παρακαλώ
- γυαλισμένο
- καλοήθης
- Καλλιεργούμενος
- Καλοκάγαθος
- καλόκαρδος
- εκλεπτυσμένος
- μαλακοκάδιας
- Τρυφερός
- Ευγενής
Nearest Words of animalistic
Definitions and Meaning of animalistic in English
animalistic (a)
of or pertaining to animalism
FAQs About the word animalistic
ζωώδες
of or pertaining to animalism
κτηνώδης,βίαιος,βάρβαρος,άγριος,ζώο,θηριώδης,κτηνώδης,σκληρός,άγριος,φυσικός
αγγελικός,ιπποτικός,Υψηλός,γενναιοδωρος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,υπέροχος,εύγενος,γενναιόδωρος,ευγενής
animalism => ζωικότητα, animalish => ζωώδες, animalise => ζωώδες, animalisation => ζωοποίηση, animalia => ζώα,