Greek Meaning of animalizing

Ζωώδης

Other Greek words related to Ζωώδης

Definitions and Meaning of animalizing in English

Webster

animalizing (p. pr. & vb. n.)

of Animalize

FAQs About the word animalizing

Ζωώδης

of Animalize

κτηνωδία,βιαιοπραγία,απάνθρωπος,ταπεινωτικό,δηλητηρίαση,μολυσματική,διεφθαρμένος,έκλυτος,εξευτελιστικός,εξευτελιστικός

τροποποίηση,τιμητικός,Βελτιούμενος,καθαρισμός,αξιοπρεπές,υψώνω,καθαριστικός,σεβόμενος,Αποκατάσταση,ανυψωτικός

animalized => ζωοποιημένο, animalize => ζωώδες, animalization => γονιμοποίηση, animality => ζωικότητα, animalistic => ζωώδες,