Greek Meaning of almightiness
παντοδυναμία
Other Greek words related to παντοδυναμία
- βαθύς
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- βαρύς
- έντονο
- εντατικός
- φοβερός
- οξύς
- Πρησμένος
- φοβερός
- οδυνηρός
- εξαίσιος
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- απότομος
- βαθύς
- βίαιη
- κακός
- επονείδιστος
- τονισμένη
- επιβαρυντική
- συμπυκνωμένος
- deepened
- τονισμένος
- βελτιωμένο
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- αυστηρός
- σοβαρός
- αγχωμένος
- εμπεριστατωμένος
Nearest Words of almightiness
- almighty => παντοδύναμος
- almner => ελεημοδότης
- almond => αμύγδαλο
- almond cookie => Αμυγδαλωτά μπισκότα
- almond crescent => κρουασάν με αμύγδαλα
- almond extract => Εκχύλισμα αμυγδάλου
- almond furnace => φούρνος αμυγδάλου
- almond moth => σκόρος αμυγδάλου
- almond oil => αμυγδαλέλαιο
- almond tree => αμυγδαλιά
Definitions and Meaning of almightiness in English
almightiness (n.)
Omnipotence; infinite or boundless power; unlimited might.
FAQs About the word almightiness
παντοδυναμία
Omnipotence; infinite or boundless power; unlimited might.
βαθύς,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,βαρύς,έντονο,εντατικός,φοβερός,οξύς,Πρησμένος
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,Αδύναμος,ανακουφισμένος,κατάλληλος,ρηχό,επιφανειακός,ανακουφισμένο
almightily => παντοδύναμα, almightiful => παντοδύναμος, almightful => παντοδύναμος, almesse => ελεημοσύνη, almery => θήκη,