Greek Meaning of vantage
vantage
Other Greek words related to vantage
- πλεονέκτημα
- ακμή
- καλύτερος
- εξόγκωμα
- υψίπεδο
- Εσωτερική πίστα
- πήδα
- αποδόσεις
- ευκαιρία
- προνόμιο
- τραβώ
- αρχή
- στη θέση
- ανώτερη θέση
- Πλεονέκτημα
- Πλεονεκτική θέση
- επίδομα
- άνοδος
- κυριαρχία
- όφελος
- εντολή
- κυριαρχία
- σταγόνα
- ορμητήριο
- Πλεονέκτημα κεφαλής
- μόλυβδος
- περιθώριο
- κυριαρχία
- προτεραιότητα
- κυριαρχία
- προτίμηση
- προνόμιο
- _αρχαιότητα_
- Υπεροχή
- Ανωτερότητα
- υπερβατικότητα
- υπερβατικότητα
- απροσδόκητο κέρδος
- Θέση της καρακάξας
- πλεονέκτημα
- ζημία
- Μειονέκτημα
- ανισότητα
- μειονέκτημα
- αναπηρία
- Ευθύνη
- μείον
- πέναλτι
- Απεργία
- μπάρα
- aρπάζω
- έλεγχος
- Αναπηρία
- Ντροπή
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- ανισορροπία
- ανικανότητα
- εμπόδιο
- ανισότητα
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μειονέκτημα
- σταματάω
- Πνιγμό
- ταλάντευση
- χειροπέδες
- Τρίβω
- οπισθοχώρηση
- δεσμός
- δίχτυ
- ανωμαλία
Nearest Words of vantage
Definitions and Meaning of vantage in English
vantage (n)
place or situation affording some advantage (especially a comprehensive view or commanding perspective)
the quality of having a superior or more favorable position
vantage (n.)
superior or more favorable situation or opportunity; gain; profit; advantage.
The first point after deuce.
vantage (v. t.)
To profit; to aid.
FAQs About the word vantage
Definition not available
place or situation affording some advantage (especially a comprehensive view or commanding perspective), the quality of having a superior or more favorable posi
πλεονέκτημα,ακμή,καλύτερος,εξόγκωμα,υψίπεδο,Εσωτερική πίστα,πήδα,αποδόσεις,ευκαιρία,προνόμιο
ζημία,Μειονέκτημα,ανισότητα,μειονέκτημα,αναπηρία,Ευθύνη,μείον,πέναλτι,Απεργία,μπάρα
van't hoff's law => Νόμος του Βαν 'τ Χοφ, vant => αεραγωγός, vansire => βαν, vanquishment => νίκη, vanquishing => νικητής,