Greek Meaning of vanquishable

Νικήσιμος

Other Greek words related to Νικήσιμος

Definitions and Meaning of vanquishable in English

Wordnet

vanquishable (s)

susceptible to being defeated

Webster

vanquishable (a.)

That may be vanquished.

FAQs About the word vanquishable

Νικήσιμος

susceptible to being defeatedThat may be vanquished.

κατακτώ,ήττα,κυριαρχεί,ξεπερνώ,καταπιέζω,θέμα,ρυθμός,καταβάλλω,κατευνάζω,μειώνω

εκφόρτιση,απελευθρώνω,δικαίωμα ψήφου,δωρεάν,απελευθερώνω,απελευθερώνω,Απελευθέρωση,άνοιξη,αποσυνδέω,απελευθερώνω

vanquish => νικήσει, vanning => Μεταφορά, vannevar bush => Vannevar Bush, vanner hawk => Γερακίνα, vanner => ανεμιστήρας,