Greek Meaning of stolidly

ανέκφραστα

Other Greek words related to ανέκφραστα

Definitions and Meaning of stolidly in English

Wordnet

stolidly (r)

in a stolid manner

FAQs About the word stolidly

ανέκφραστα

in a stolid manner

κενό,αινιγματικός,άψυχος,αναίσθητος,ακίνητος,ελεύθερος,κατατονικός,ατάραχος,αποσπασμένος,βαρετό

ενεργός,φωτεινό,απασχολημένος,επιδεικτικός,δυναμικός ,αφρώδης,Ενεργητικός,αρραβωνιασμένος,εκτατικός,εκφραστικός

stolidity => απάθεια, stolid => Απαθής, stolen property => κλεμμένη περιουσία, stole => έκλεψε, stokowski => Στοκόφσκι,