Greek Meaning of reflectiveness
στοχαστικότητα
Other Greek words related to στοχαστικότητα
- στοχαστικός
- μελαγχολία
- στοχαστικός
- Αναλυτικός
- κλώσσα
- νοητικός
- ενδοσκοπικός
- λογικός
- Διαλογικός
- στοχασμός
- στοχαστικός
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- λογικός
- αναδρομική
- Μηρυκαστικό
- Προβληματισμένος
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- αφηρημένος
- αναλυτικός
- εσκεμμένος
- σοβαρός
- τάφος
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- σιωπηλός
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- σκοτεινός
Nearest Words of reflectiveness
- reflectively => προβληματισμένα
- reflective power => Ανακλαστικότητα
- reflective => ανακλαστικός
- reflection factor => Συντελεστής ανάκλασης
- reflection => αντανάκλαση
- reflectingly => στοχαστικά
- reflecting telescope => Ανακλαστικό τηλεσκόπιο
- reflecting => αντανακλαστικός
- reflectible => Ανακλαστικός
- reflectent => ανακλαστικό
Definitions and Meaning of reflectiveness in English
reflectiveness (n)
the capability of quiet thought or contemplation
FAQs About the word reflectiveness
στοχαστικότητα
the capability of quiet thought or contemplation
στοχαστικός,μελαγχολία,στοχαστικός,Αναλυτικός,κλώσσα,νοητικός,ενδοσκοπικός,λογικός,Διαλογικός,στοχασμός
ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,ανόητος
reflectively => προβληματισμένα, reflective power => Ανακλαστικότητα, reflective => ανακλαστικός, reflection factor => Συντελεστής ανάκλασης, reflection => αντανάκλαση,